αφάνιση

αφάνιση
η (Α ἀφάνισις) [αφανίζω]
εξαφάνιση
αρχ.
απαλλαγή από κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀφανίση — ἀφάνισις getting rid of fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανίσῃ — ἀφανίσηι , ἀφάνισις getting rid of fem dat sg (epic) ἀφανίζω make unseen aor subj mid 2nd sg ἀφανίζω make unseen aor subj act 3rd sg ἀφανίζω make unseen fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφανίσηι — ἀφάνισις getting rid of fem dat sg (epic) ἀφανίσῃ , ἀφανίζω make unseen aor subj mid 2nd sg ἀφανίσῃ , ἀφανίζω make unseen aor subj act 3rd sg ἀφανίσῃ , ἀφανίζω make unseen fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. εξαφανίζω, κρύβω: Αφανίστηκε από το πρόσωπο της Γης. 2. φθείρω, καταστρέφω: Αυτή τη χρονιά μάς αφάνισαν οι αρρώστιες. 3. εξουθενώνω, εκμηδενίζω: Τους αφάνισαν στο ξύλο. Ουσ. αφάνιση, η και αφανισμός, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”